- ευπερίστροφος
- εὐπερίστροφος, -ον (Μ)1. αυτός που κάνει πολλές περιστροφές, που περιστρέφεται εύκολα, ο ευέλικτος, ο ευκίνητος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπερίστροφονη ευελιξία, η ευλυγισία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-στροφος (< περι-στρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.