ευπερίστροφος

ευπερίστροφος
εὐπερίστροφος, -ον (Μ)
1. αυτός που κάνει πολλές περιστροφές, που περιστρέφεται εύκολα, ο ευέλικτος, ο ευκίνητος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπερίστροφον
η ευελιξία, η ευλυγισία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-στροφος (< περι-στρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐπερίστροφος — wriggling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπερίστροφον — εὐπερίστροφος wriggling masc/fem acc sg εὐπερίστροφος wriggling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπερίστροφα — εὐπερίστροφος wriggling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”